- ριγώ
- (I)-ώω, Ατρέμω από το κρύο, τουρτουρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος κατά το ἱδρώω (< ἱδρώς)].————————(II)-όω, Ατρέμω από το κρύο, κρυώνω («ῥιγοῡν τε γὰρ καὶ είναι γυμνή», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής σχηματισμός από το ρ. ῥιγώω, που μαρτυρείται στη μτχ. ῥιγοῦν].————————(III)ῥιγῶ, -έω, ΝΑ, και ῥιγείω Α1. καταλαμβάνομαι από ρίγος, τρέμω, τουρτουρίζω2. ανατριχιάζω, τρομάζω (α. «το δυνατό χτύπημα τής πόρτας τόν έκανε να ριγήσει» β. «κτύπησε μὲν Ζεὺς χθόνιος, αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν», Σοφ.)(αρχ)1. ψυχραίνομαι, διστάζω2. εγείρομαι ένοπλος («ἤδη νῡν Φοίνικες... ἐρρίγαντι», Θεόκρ.)3. (μτβ. με αιτ.) φοβάμαι κάτι («οὔ τοι ἐγὼν ἔρριγα μάχην», Ομ. Ιλ.)4. (με ενδοιαστική προτ.) φοβάμαι μήπως..5. (με απρμφ.) φοβάμαι να κάνω κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος. Ο ενεστ. τ. ῥιγέω είναι σπάνιος, ενώ αρχαιότερος και συχνότερος είναι ο τ. τού παρακμ. ἔρριγα].
Dictionary of Greek. 2013.